- ὁπλίζουσι
- ὁπλίζωmakepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ὁπλίζωmakepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρικούμαι — κρικοῡμαι, όομαι (Α) [κρίκος] ασφαλίζομαι με κρίκο («ὁπλίζουσι δὲ καὶ τὰς γυναῑκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ χεῑλος τοῡ στόματος χαλκῷ κρίκῳ», Στράβ.) … Dictionary of Greek